- πουφ
- επιφών. που εκφράζει ενόχληση ή αποστροφή: Πουφ! τι βρόμα είναι αυτή;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πουφ — (I) Ν επιφών. 1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) αποστροφή, ενόχληση, αηδία, που προκαλείται συνήθως από δυσάρεστη οσμή β) χλευασμό 3. (με το αόρ. ουδ. αρθρ. ως άκλιτο ουσ.) ένα πουφ λέγεται για κάτι εντελώς ασήμαντο, ανύπαρκτο («τί βγήκε από… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Σαλακρού, Αρμάν — (Salacrou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος (Ρουέν 1899). Αφού πήρε πτυχίο φιλοσοφίας (1921), ανάπτυξε αρκετά πολύμορφη δραστηριότητα ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος του θεάτρου. Το πρώτο θεατρικό έργο του είναι Ο Καυχησιάρης… … Dictionary of Greek